- ξύλιασμα
- το [ξυλιάζω]το να γίνεται ένα πράγμα σκληρό και άκαμπτο σαν ξύλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύλιασμα — το, ατος 1. το να γίνει κάτι αλύγιστο σαν ξύλο. 2. το πάγωμα από το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)